- φρυγανίς
- -ίδος, ἡ, ΜΑφρύγανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγανον + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρυγανίδα — φρυγανίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγανίδες — φρυγανίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)